προσγίνομαι

προσγίνομαι
(αόρ. προσεγενόμην) αμετ. делаться, совершаться;

προσγενομένη αδνκία — совершившаяся несправедливость;

προσγενομένη τιμή — оказанная кому-л. честь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσγίνομαι" в других словарях:

  • προσγίνομαι — ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α 1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.) 2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • προσγίγνομαι — Α βλ. προσγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԼԻՆԻՄ — (եղէ, եղեալ) NBH 1 0306 Chronological Sequence: 6c, 8c ԱՌԼԻՆԻՄ կամ ԱՌԵՂԱՆԻՄ. հելլենաբանութեամբ՝ որպէս προσγίνομαι, προσγίγνομαι adsum, adnascor Առընթեր գտանիլ. առգոլ. ներգոլ. ընդաբոյս՝ եւ բնածին լինել. *Յամենայն անդամս մարմնոյն՝ շօշափելեացն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»